- ἀδολίευτος
- ἀδολίευτος, ον, = sq., ἤθη Sch.Ar.Pl.1158.II not concealed, ἄγκιστρον Sch.Opp.H.3.532.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδολίευτος — ἀδολίευτος, ον (Μ) [δολιεύομαι] ο άδολος* … Dictionary of Greek
αδολίευτος — η, ο ειλικρινής, ευθύς: Σ όλη του τη ζωή ήταν άνθρωπος αδολίευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδολίευτον — ἀδολίευτος not concealed masc/fem acc sg ἀδολίευτος not concealed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολιεύτων — ἀδολίευτος not concealed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδολος — η, ο επίρρ. α απονήρευτος, αδολίευτος: Συνδεόταν μαζί του με άδολη φιλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)